περιπατῶ

περιπατῶ
περιπατέω
walk up and down
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
περιπατέω
walk up and down
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
περιπατέω
walk up and down
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
περιπατέω
walk up and down
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιπατώ — περιπατῶ, έω, ΝΜΑ, και περπατώ, άω, πορπατώ, προπατώ και προβατώ Ν 1. πηγαίνω πεζή, πεζοπορώ, βαδίζω (α. «περπατήσαμε δύο ώρες ώσπου να φθάσουμε» β. «σαν πελελό περιπατείς και τρέχεις», Ερωτόκρ. γ. «περιπατούν οι λέοντες ζητούντες τα κοπάδια»,… …   Dictionary of Greek

  • περιπατώ — και περπατώ περ(ι)πάτησα 1. πηγαίνω με τα πόδια, πεζοπορώ, περιφέρομαι, βαδίζω: Περ(ι)πατήσαμε δύο ώρες, ώσπου να φτάσουμε στον προορισμό μας. 2. κάνω περίπατο: Περ(ι)πάτησα, να πάρω λίγο αέρα. 3. ως μτβ., συνοδεύω, κάνω παρέα, οδηγώ,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιπάτῳ — περίπατος walking about masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπάτωι — περιπάτῳ , περίπατος walking about masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπατος — ο, ΝΜΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περπατώ, βάδισμα για αναψυχή («μετὰ δὲ τὸ δεῑπνον ἔτυχον ἐν περιπάτῳ ὄντες», Ξεν.) 2. (κατ επέκτ.) τόπος ή χώρος όπου περπατούν οι άνθρωποι για προσωπική τους ευχαρίστηση 3. η φιλοσοφική σχολή τού… …   Dictionary of Greek

  • ARISTOTELES — Stagirita, Philosophus, Peripateticorum Princeps, natus est Olymp. 99. A. M. 3670. Urb. Cond. 370. Ante Christum Natum 384. Septendecim annos natus, post Nicomachi parentis mortem, Athenas profectus, Platonis auditor fuit, qui praeclarissimum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PERIPATETICI — Philosophi Athenis, quorum originem ita assignat Cicero, Academicar. Quaestion. l. 1. c. 4. Platonis autem auctoritate, inquit, qui varius et multiplex, et copiosus fuit, una et consentiens duobus vocabulis philosophiae forma instituta est,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αστίβητος — ἀστίβητος, ον (AM) ο αστιβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στιβώ («πατώ, περιπατώ») < στίβος] …   Dictionary of Greek

  • ορθοπερίπατος — ὀρθοπερίπατος, ον (Μ) ορθοπεριπατητικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + περίπατος (< περιπατῶ), πρβλ. κακο περίπατος] …   Dictionary of Greek

  • παραπεριπατώ — έω, Α [περιπατώ] περπατώ κοντά σε κάποιον ή παραπλεύρως κάποιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”